γελωτοποιία

γελωτοποιία
η (AM γελωτοποιΐα)
η ιδιότητα και η τέχνη τού γελωτοποιού, το να προκαλεί κανείς γέλια στους άλλους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γελωτοποιία — γελωτοποιΐᾱ , γελωτοποιία buffoonery fem nom/voc/acc dual γελωτοποιΐᾱ , γελωτοποιία buffoonery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελωτοποιίᾳ — γελωτοποιΐαι , γελωτοποιία buffoonery fem nom/voc pl γελωτοποιΐᾱͅ , γελωτοποιία buffoonery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελωτοποιίας — γελωτοποιΐᾱς , γελωτοποιία buffoonery fem acc pl γελωτοποιΐᾱς , γελωτοποιία buffoonery fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελωτοποιίαν — γελωτοποιΐᾱν , γελωτοποιία buffoonery fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελωτοποιίαι — γελωτοποιΐαι , γελωτοποιία buffoonery fem nom/voc pl γελωτοποιΐᾱͅ , γελωτοποιία buffoonery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελωτοποιίαις — γελωτοποιΐαις , γελωτοποιία buffoonery fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”